- σμικρολογία
- σμῑκρολογίᾱ , μικρολογίαmeannessfem nom/voc/acc dualσμῑκρολογίᾱ , μικρολογίαmeannessfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σμικρολογίᾳ — σμῑκρολογίαι , μικρολογία meanness fem nom/voc pl σμῑκρολογίᾱͅ , μικρολογία meanness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρολογία — η (Α μικρολογία και σμικρολογία) [μικρολόγος] 1. το να μιλάει ή να ασχολείται κανείς με ασήμαντα πράγματα, ανόητη φλυαρία 2. η ενασχόληση με ασήμαντες λεπτομέρειες 3. σχολαστικότητα αρχ. 1. μικροπρέπεια 2. το να υποβιβάζει κανείς κάποιον ή κάτι… … Dictionary of Greek